- κατευνάστρια
- η (Μ κατευνάστρια)νεοελλ.θηλ. τού κατευναστής*μσν.1. η γυναίκα που οδηγεί κάποιον στην κλίνη, γυναίκα θαλαμηπόλος («τῶν προκοίτων καὶ κατευναστριῶν γυναικῶν», Νικ. Χων.)2. αυτή που προκαλεί τον θάνατο («κύλιξ ζωής κατευνάστρια», Νικ. Χων.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. < κατευνάζω, ενώ ο νεοελλ. < κατευναστής].
Dictionary of Greek. 2013.